οὔλαν

οὔλαν
οὔ̱λᾱν , ὅλοξ
fem acc sg (doric ionic aeolic)
οὔ̱λᾱν , οὖλος 1
whole
fem acc sg (doric aeolic)
οὔ̱λᾱν , οὖλος 2
woolly
fem acc sg (doric aeolic)
οὔ̱λᾱν , οὖλος 3
destructive
fem acc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ουλάν Μπατόρ — (Ulaanbaatar ή Ullan Bator). Πρωτεύουσα (548 400 κάτ.) της δημοκρατίας της Μογγολίας. Η πόλη ιδρύθηκε το 1649 και από το 1664 υπήρξε η έδρα του «ζωντανού Βούδα». Το 1691 έγινε έδρα των κατά καιρούς κυβερνητών της περιοχής, που μετονομάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… …   Dictionary of Greek

  • Πεκίνο — (Μπεϊτζίνγκ = Πρωτεύουσα του Βορρά). Πόλη πρωτεύουσα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και δήμος η ίδια (16.808 τ. χλμ.). Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της χώρας, σε υψόμετρο 34 μ. και κοντά στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πεδιάδας του Χοπέι, μεταξύ …   Dictionary of Greek

  • βουδισμός — Φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που δημιουργήθηκε από τον Βούδα (βλ. λ.) τον 6o αι. π.Χ. στην Ινδία. Είναι το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα άθεης θρησκείας, μια και δεν έχει για κέντρο του τη λατρεία θεότητας, αλλά διατυπώνει διδασκαλία για τη… …   Dictionary of Greek

  • λαμαϊσμός — Μορφή του βουδισμού Μαχαγιάνα στο Θιβέτ και στη Μογγολία, διαμορφωμένη υπό την επίδραση τοπικών σαμανικών και μπον πο παραδόσεων. Ο βουδισμός εισήχθη στο Θιβέτ τον 7o αι. από τον βασιλιά Σρον τσαν Γκαμπό· παρά την εχθρότητα του ιθαγενούς κλήρου… …   Dictionary of Greek

  • Γιανγκτσέ ή Γιανγκτσέ Κιανγκ — Ποταμός (5.552 χλμ.) της Κίνας, ο μεγαλύτερος της Ασίας και τέταρτος στον κόσμο μετά τον Νείλο, τον Μισισιπή Μιζούρι και τον Αμαζόνιο Ουκαγιάλι. Έχει λεκάνη απορροής 2.000.000 τ. χλμ. και αποτελεί μεγάλη συγκοινωνιακή αρτηρία μεταξύ της παράκτιας …   Dictionary of Greek

  • Γκόμπι — (Gobi). Εδαφική ζώνη ερήμων και στεπών της κεντρικής Ασίας που ορίζεται στα Ν από τα ανάγλυφα του Ναν Σαν και τον άνω ρου του Κίτρινου Ποταμού (Χουάνγκ Xo), στα Β από τα ανάγλυφα του Χανγκάι και στα Α από τον Μεγάλο Χινγκάν. Οι Κινέζοι την… …   Dictionary of Greek

  • Μπουριατίας, Αυτόνομη Δημοκρατία — Δημοκρατία της Ρωσίας (351.300 τ. χλμ., 1.034.800 κάτ.). Βρίσκεται στην Υπερβαϊκάλη και συνορεύει στα Ν με τη Μογγολία. Ιδρύθηκε στις 30 Μαΐου 1923. Η εθνική της σύνθεση αποτελείται από Μπουριάτες, Ρώσους, Ουκρανούς και Τάταρους. Πρωτεύουσα είναι …   Dictionary of Greek

  • Σιβηρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που πρωτοεπισημάνθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1926. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 15,9 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 12,9 από τον Ήλιο. II (Σιμπίρ ρωσικά). Περιοχή… …   Dictionary of Greek

  • Υπερσιβηρικός σιδηρόδρομος — Η μεγαλύτερη σιδηροδρομική αρτηρία του κόσμου (9.337 χλμ.) που συνδέει τη Μόσχα με το Βλαδιβοστόκ, το μεγαλύτερο ρώσικο λιμάνι στον Ειρηνικό, διασχίζοντας τη Σιβηρία. Kάνοντας χρήση του ηλεκτρισμού στο μεγαλύτερο τμήμα του, ο Υ. αρθρώνεται αρχικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”